Σαμοθράκη
Λαδόμυλοι στο Λάκκωμα Σαμοθράκης
Στη Σαμοθράκη, η αφθονία των υδάτινων πόρων υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη των νερόμυλων. Στις αρχές του 20ού αιώνα, εννέα νερόμυλοι βρίσκονταν σε λειτουργία στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού. Η επιλογή της κατάλληλης θέσης για την λειτουργία ενός νερόμυλου, προϋπέθετε την ύπαρξη επαρκούς υψομετρικής διαφοράς, ώστε να δημιουργείται υδατόπτωση.

Το Λάκκωμα Σαμοθράκης βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, στην ελαιοπαραγωγική περιοχή. Το χωριό είναι κτισμένο ανάμεσα σε δύο πλαγιές και διασώζει δ΄υο παλιούς λαδόμυλους (υδροκίνητα ελαιοτριβεία), δείγματα της σαμοθρακιώτικης προβιομηχανικής αρχιτεκτονικής (Δ. Αθανασιάδη,και Γ. Χανού), ενώ στα διπλανά χωριά, Ξηροπόταμος και Μακρυλιές, σώζονται άλλοι δύο (ελαιοτριβείο Π. Τερζή και Χατζηαγγελ΄ή αντιστοίχως). Τα εν λόγω κτίρια λειτούργησαν ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘80, και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ένταξη του νησιού στη βιομηχανική παραγωγή.
Ο λαδόμυλος του Γ. Χανού
Το υπό μελέτη κτίριο είναι ο λαδόμυλος του Δ. Αναστασιάδη, ο οποίος ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1895, χρησιμοποιώντας ροδάνα και ζώα για την κίνηση των μηχανισμών. Το 1912, πραγματοποιήθηκαν οικοδομικές εργασίες καθώς και εγκατάσταση τουρμπίνας και πετρελαιομηχανής, και ο μύλος ήταν σε λειτουργία έως τα τέλη της δεκαετίας του '60. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κτίρια της Σαμοθράκης, έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο και είναι από τα λίγα παραδείγματα στη χώρα με κατακόρυφη φτερωτή.
Το κτίριο είναι δομημένο από λιθοδομή, με ξύλινα στοιχεία και μεταλλικές διατομές. Όπως και τα υπόλοιπα κτίρια του είδους του, αποτελεί επίμηκες οικοδόμημα, όπου η οργάνωση των χώρων γίνεται σε παράταξη, αντανακλώντας τη σειρά της παραγωγικής αλυσίδας. Σε κτίρια του ίδιου τύπου, κανείς συναντούσε το ελαιουργείο, όπου γινόταν σύνθλιψη του καρπού με μυλόπετρες, κατόπιν το πιεστήριο, το χώρο αποθήκευσης λαδιού και τις αποθήκες του ελαιοκάρπου. Τα εν λόγω κτίρια διέθεταν εντυπωσιακά μεγάλους σιδερένιους τροχούς, ώστε να κινούν τους όρθιους, βαριούς κυλινδρικούς μονόλιθους σύνθλιψης της ελιάς. Η μεγάλη, εξωτερική, κατακόρυφη φτερωτή που έως πρόσφατα διέσωζε, ήταν ρωμαϊκού τύπου (ροδάνα).
Στο νότιο τμήμα του κτιρίου εντοπίζεται επιγραφή στο τοξωτό υπέρθυρο της πόρτας, με την ένδειξη Δημ. Αναστασιάδης, 1898. Ο κεντρικός κτιριακός ΄΄ογκος είναι υπερυψωμένος και διαθέτει αέτωμα δομημένο από συμπαγείς οπτόπλινθους. Αρχικά παρουσίαζε παράθυρα σε χαμηλή στάθμη, τα οποία σε μεταγενέστερη φάση σφραγίστηκαν, αφήνοντας μόνον μικρές οπές φωτισμού - αερισμού. Κατά την ίδια οικοδομικη φάση, έγινε διάνοιξη παραθύρων σε ανώτερη στάθμη, πιθανώς μαζί με ευρύτερες επισκευαστικές εργασίες στην ανωδομή του κεντρικού όγκου.
Οι αρχικές ξύλινες ποδιές ορισμένων παραθύρων αντικαταστάθηκαν από σκυρόδεμα. Η κάλυψη της στέγης, η οποία έχει πλέον καταρρεύσει, ήταν από βυζαντινά κεραμίδια, και στην απόληξή της διαμορφώνει προεξέχουσα ταινία από πλακοειδείς λίθους. Στο βόρειο τμήμα, υπάρχει χαμηλό πρόσκτισμα με είσοδο, που παρουσιάζει κατακόρυφο κατασκευαστικό αρμό με το κεντρικό κτίριο, και ενδέχεται να αποτελούσε κάποτε ημιυπαίθριο χώρο.
Ν. Μουτάφη, Ελαιοτριβείο Δ. Αναστασιάδη, στο Μ. Βακαλοπούλου, Μ. Δανιήλ, Χ. Λαμπρόπουλος, Η. Φασουράκης (επιμ.), 2017, Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής
Σ. Νομικός, Η λειτουργία των υδροκίνητων και ανεμοκίνητων εγκαταστάσεων στον ελληνικό χώρο, Αρχαιολογία και Τέχνες
Tangelonias Blogspot, Υδραλέτης.Σαμοθράκη 1875
-
Γεωργίου Μ., Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2024 (επίσκεψη Αύγουστος 2023)